- μεσημεράδες
- και μεσημεριάτες, οιδαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα -άδες (πρβλ. αδερφ-άδες, συννυφ-άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. -άτης (πρβλ. εργ-άτης, χωρι-άτης)].
Dictionary of Greek. 2013.